- σείοντας
- σείωshakefut part act masc acc pl (epic)σείωshakepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασείω — (AM) 1. σείω πολύ, γκρεμίζω κάτι σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῡ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», Θουκ. β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.) 2. ρίχνω κάτω αρχ. 1. ενοχλώ, ταράζω… … Dictionary of Greek
συνεκτινάσσω — Α εκτινάσσω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτινάσσω «ξετινάζω, αποβάλλω σείοντας»] … Dictionary of Greek
δρασείοντας — δρᾱσείοντας , δρασείω have a mind to do pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)